- σταυροπήγιο
- το / σταυροπήγιον, ΝΜη στερέωση σταυρού, που τόν έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία τουμσν.1. το δικαίωμα τής αποστολής σταυροπηγίου2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο-πήγιον].
Dictionary of Greek. 2013.