σταυροπήγιο

σταυροπήγιο
το / σταυροπήγιον, ΝΜ
η στερέωση σταυρού, που τόν έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του
μσν.
1. το δικαίωμα τής αποστολής σταυροπηγίου
2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο-πήγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σταυροπήγιο — το τοποθέτηση στα θεμέλια μοναστηριού σταυρού που στάλθηκε από τον πατριάρχη, πράγμα που φανερώνει πως το μοναστήρι θα είναι στη δικαιοδοσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… …   Dictionary of Greek

  • Γηρομερίου, μονή — Παλαιό μοναστικό κέντρο της Ηπείρου, βόρεια των Φιλιατών, στην πλαγιά δυσπρόσιτης χαράδρας του Φαρμακοβουνίου. Την ίδρυσε στις αρχές του 13ου αι. ο όσιος Νείλος, ο λεγόμενος Ιεριχιώτης, Βυζαντινός ευπατρίδης –της οικογένειας των Λασκάρεων– που… …   Dictionary of Greek

  • Καισαριανής, μονή — Βυζαντινό μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Υμηττού, 6 χλμ. Α του κέντρου της Αθήνας. Από αρχαιολογικά ευρήματα προκύπτει ότι στην περιοχή υπήρχε οικισμός από τη νεολιθική εποχή. Σύμφωνα με διάφορες αρχαίες μαρτυρίες, στον χώρο αυτό, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”